Την άνοιξη του 2020 ξεσπάει η επιδημία του κορονοϊού σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Το NBA μπαίνει σε μια κυριολεκτική φούσκα. Ομάδες και παίκτες αναγκάζονται να αγωνιστούν μακριά από τις οικογένειες τους με μόνο σκοπό να ολοκληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Άδεια γήπεδα, αμέτρητες μάσκες γύρω από τον αγωνιστικό χώρο ενώ αθλητές μοιάζουν σωματικά και ψυχικά απροστάτευτοι μπροστά στα media. Ένα παρεξηγημένο παιδί όπως ο Michael Beasley κατηγορείται εκ νέου ότι μπλέκει με ναρκωτικές ουσίες ενώ έχει βρεθεί θετικός στον ιό. Η χρονιά αυτή μέλλει να είναι και η τελευταία του στη λίγκα.
Ο Michael Beasley γεννιέται τον Ιανουάριο του 1990 σε μια μικρή πόλη του Maryland. Δεν γνωρίζει ποτέ τον πατέρα του. Φθάνοντας στην ηλικία των 5 συνειδητοποιεί πως οι 3 διαφορετικές δουλειές της μητέρας του θα άφηναν νηστικούς αυτόν και τα 4 αδέρφια του. Μαθαίνει να μαγειρεύει λαζάνια με την βοήθεια κάποιες φορές της αυστηρής γιαγιάς του. Ο θείος του είναι έμπορος ναρκωτικών και κάθε έξι μήνες περνάει από τα κελιά της φυλακής. Οι σειρήνες είναι κάτι σύνηθες για τις γειτονιές εκείνες. Δημιουργεί παρέες μέσω του μπάσκετ. Η μπάλα είναι αυτή που τον κάνει να νιώθει αγαπητό σε αυτόν τον κόσμο. Μένει με τις ώρες στο δρόμο παίζοντας. Τις λιγοστές στιγμές που συναντά την μητέρα του , αυτή δε ξέχνα να του υπενθυμίζει μέσω της βίας πως το μόνο που οφείλει να έχει στο μυαλό του είναι τα μαθήματα. Ο Michael όμως κάνει και κάτι άλλο καλά. Ραπάρει. Ο δρόμος όπως λέει είναι και αθώος και άσχημος. Κυρίως άσχημος. Όσο μεγαλώνει αλλάζει 7 σχολεία λόγω της συμπεριφοράς του. Κλείνοντας πλέον τη πρώτη δεκαετία της ζωής του, καλείται από μόνος του να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει τα χνάρια του ναρκομανή θείου του ή το άθλημα στο όποιο έχει αδιαμφισβήτητο ταλέντο, το μπάσκετ. Επιλέγει το δεύτερο γιατί είναι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει από την παρανομία και τον ρατσισμό.
Ξεκινώντας τη πορεία του, βρίσκεται να είναι συμπαίκτης με έναν από τους μεγαλύτερους παίκτες που έχουν περάσει από το ΝΒΑ, Κέβιν Ντουράντ. Οι δύο τους παίζουν μαζί μέχρι τα 14 και ύστερα χωρίζουν. Ο Beasley έχει πάρα πολύ καλό σουτ αν και ψηλός. Θεωρείται από τους πλέον καλύτερους freshmen στα σχολικά πρωταθλήματα. Τα βραβεία έρχονται το ένα μετά το άλλο και μοιάζει αναπόφευκτη η μετάβαση του στο κολλέγιο. Ζώντας πλέον στο Κάνσας σπάει ρεκόρ 30 χρονών. Έχει μέσο όρο 36 πόντους στο Kansas State και ονομάζεται ως ένας εκ των 12 καλύτερων Αμερικανών παικτών στην ηλικία κάτω των 18.
Ο χαρακτήρας του είναι έντονος και αρέσκεται πάρα πολύ στο να κάνει πλάκα στους αντιπάλους. Παραμονές ενός παιχνιδιού με τους Jayhawks , αντίπαλος προπονητής δηλώνει ειρωνικά πως μπορούν να νικήσουν το Κάνσας μέσα, έξω ακόμα και στην Αφρική. Την επόμενη ημέρα ο Beasley μπαίνει στον αγώνα και έχει 25 πόντους με 9/18. Τους αποκλείει νικώντας τους με σκορ 85-74. Sensational.
Το NBA είναι έτοιμο να του προσφέρει το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο. Τον Οκτώβριο του 2009 επιλέγεται ως overall draft no.2 από τους Μαϊάμι Χιτ. Θεωρείται ως το πλέον μεγαλύτερο ταλέντο στις Ηνωμένες πολιτείες. Όλοι θαυμάζουν τον Michael μα κανένας δε ξέρει τι κουβαλάει μέσα του.
Γνωρίζω πως όσοι διαβάζουν αυτό το άρθρο περιμένουν πώς θα μιλήσω για μπάσκετ. Η αλήθεια όμως είναι πως όχι.
Ο Beasley είναι ένας νεαρός που έχει σπάσει τα περισσότερα ρεκόρ στο κολλέγιο και έρχεται με φόρα στο επαγγελματικό μπάσκετ. Κανένας όμως δε δείχνει να τον αποδέχεται σαν χαρακτήρα. Έχει μάθει να μιλάει και να λέει τη γνώμη του σε συμπαίκτες, προπονητικό σταφ και διοίκηση. Τα πάντα όμως αφορούν το μπάσκετ. Το άθλημα αυτό είναι η δουλειά του όμως ταυτόχρονα είναι και το μόνο πράγμα που αγαπάει να κάνει σε αυτό τον κόσμο. Δεν έχει κάποια άλλη διέξοδο στα προβλήματα του. Ίσως η μαριχουάνα να είναι κάτι που τον ανακουφίζει. Παίζοντας για τα επόμενα χρόνια στους Μαϊάμι Χιτ, Μινεσότα και Χιούστον ο μέσος όρος πόντων του δεν πέφτει κάτω από τους 15. Ο χρόνος του όμως ποτέ δεν ανεβαίνει πάνω από τα 20 λεπτά. Φωνάζει πως δεν τον αφήνουν να παίξει το μπάσκετ του. Τα μίντια τον πολεμούν επειδή στις συνεντεύξεις τύπου δεν δίνει τις απαντήσεις που θέλουν οι δημοσιογράφοι.
Ο κόσμος παρόλα αυτά εξακολουθεί να τον θεωρεί ως τον καλύτερο σουτέρ της λίγκας. Εξάλλου σουτάρει με 39% επιτυχία στα τρίποντα. Μετακομίζει στους Νιού Γιορκ Νικς και κάπου εκεί καταλαβαίνει ότι μάλλον έχει βρει το σπίτι του. Γνωρίζει έναν προπονητή που του δίνει πολλά λεπτά συμμετοχής και την ευκαιρία να αποδείξει τον εαυτό του. Ο Michael παίζει με αυτοπεποίθηση ενώ ταυτόχρονα έχει να αντιμετωπίσει και το μαύρο συννεφάκι που αφορά τον καρκίνο της μητέρας του. Θεωρεί πως η Νέα Υόρκη τον βοηθάει γιατί δεν βρίσκεται πολλά χιλιόμετρα μακριά και μπορεί να τη βλέπει καθημερινά μετά την προπόνηση. Η ρουτίνα του είναι ύπνος, μπάσκετ και παρέα με την μητέρα του. Όλα κυλάνε ομαλά μέχρι την ημέρα που απολύουν τον Kurt Rumbis . Ο παίκτης αντιδρά και ξεσπάει κατά της διοίκησης καθώς είναι πεπεισμένος πως η ομάδα έχτιζε μέλλον και ξαφνικά το γκρεμίζουν. Δεν περνάει πολύς καιρός και απομακρύνεται από την ομάδα. Του στερούν ένα εκατομμύριο ευρώ από το συμβόλαιο χωρίς εξήγηση. Ψυχικά ευάλωτος μαθαίνει πως υπάρχει ενδιαφέρον από τους Λος Άντζελες Λέικερς. Θέλει σαν τρελός να παίξει όμως αυτό σημαίνει πως θα βλέπει από ελάχιστα έως και καθόλου τη καρκινοπαθή μητέρα του.
Βλέποντας παράγοντες και φίλους να μην νοιάζονται πλέον για την αθλητική και ψυχική του κατάσταση, βάζει ως προτεραιότητα την υγεία της οικογένειας του. Από τους 19 πόντους μέσο όρο πέφτει στους 7. Η καριέρα του παίρνει τη κατιούσα. Παίρνει άδεια 6 εβδομάδων για να παραβρεθεί δίπλα στην ετοιμοθάνατη μητέρα του. Την βλέπει να ξεψυχά μπροστά του και λίγες μέρες αργότερα μαθαίνει πως και ο αγαπημένος του ξάδερφος φεύγει από τη ζωή. Επιστρέφει στο Λος Άντζελες για το πρώτο του ματς ύστερα από τις δύο κηδείες και έρχεται αντιμέτωπος με το παρακάτω ντροπιαστικό σκηνικό.
Αναφέρει πως γελούσαν μαζί του λόγω αυτού του βίντεο για δύο χρόνια ακατάπαυστα. "Με έδειχναν στον δρόμο και μου έλεγαν να μη ξεχνάω να βάζω λάθος σορτσάκια, μη ξέροντας πως εγώ εκείνη τη στιγμή πάλευα για να κρατηθώ στη ζωή".
Ο Michael δεν είναι ένας απλός αθλητής αλλά ένας μαχητής με πολλά παιδικά τραύματα. Από τα 4 του έπρεπε να κλαίει ώστε να τον λυπηθούν οι αστυνομικοί και να μην συλλάβουν τον θείο του. Στα 7 του κατάλαβε πως είναι "διαφορετικό" να είσαι μαύρος και πάντα πρέπει να αποδεικνύει κάτι για να είναι ένα από τα υπόλοιπα κουλ παιδιά. Η μητέρα του τον χτυπούσε επειδή δεν έκανε αυτό που ήθελε η ίδια να κάνει. Τα λίγα μόλις λεπτά που τον έβλεπε μέσα στη μέρα.
Το 2020 κολλάει κορονοιό και δεν παίζει για λίγες εβδομάδες. Αυτές οι εβδομάδες γίνανε τρία χρόνια αποχής από το επαγγελματικό μπάσκετ.
Το 2023 ανακοινώνει πως ξεκινάει μια καμπάνια για την ψυχική υγεία των αθλητών. Πιστεύει πως στα 33 του χρόνια, παράλληλα με το μπάσκετ είναι ικανός να μεταδώσει το πνεύμα του σε παιδιά που κυνηγούν τα όνειρα τους. "Το μόνο πράγμα που θα άλλαζα αν γυρνούσα πίσω είναι η αυτοπεποίθηση μου. Δεν διεκδίκησα αυτά που μου άξιζαν και κάποιοι με θεωρούσαν αδύναμο επειδή εξέφραζα τα συναισθήματα μου μπροστά στη κάμερα. Γι' αυτό ποτέ δεν με γούσταραν. Ούρλιαζα μέσα μου για βοήθεια αλλά κανείς δεν νοιαζόταν. Ακόμα και έτσι τα ποσοστά μου ήταν σε διψήφιο αριθμό. Φανταστείτε να είχα αυτοπεποίθηση. Παρόλα αυτά πιστεύω πως η καλύτερη ασίστ που δίνω είναι αυτή σήμερα. Κι αυτή είναι η δυνατότητα σε νέους ανθρώπους να μιλάνε γι' αυτό που τους απασχολεί, ακόμα κι αν εκεί έξω δεν υπάρχει κάποιος καλός άνθρωπος για να τους ακούσει.
Ο Michael δεν έχει παραιτηθεί από το μπάσκετ. Αγωνίζεται ερασιτεχνικά και ονειρεύεται πως ίσως κάποια στιγμή επιστρέψει στον επαγγελματικό χώρο. Ο κόσμος πάντως θα τον θυμάται ως ένα από τα μεγαλύτερα what if του αθλήματος. Ως τον παίκτη που κάποτε ο Kevin Durant χαρακτήρισε ως τον «πιο ταλαντούχο σουτέρ της λίγκας».
Comments
Post a Comment